46 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ.
47 εἶπεν δέ τις αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν.
48 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου, καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου;
49 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· 50 ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν.
1 Ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς τῆς οἰκίας ἐκάθητο παρὰ τὴν θάλασσαν·
2 καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει.
3 καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς λέγων·
Μετάφραση
46Kι ενώ ακόμα συνέχιζε να μιλάει στα πλήθη, εμφανίστηκαν η μητέρα του και τ αδέλφια του, που ήρθαν και στέκονταν έξω θέλοντας να του μιλήσουν.
47Tου είπε, λοιπόν, κάποιος: H μητέρα σου και τ αδέλφια σου ήρθαν και στέκονται έξω θέλοντας να σου μιλήσουν.
48Kι αποκρίθηκε εκείνος και είπε σ αυτόν που του το έλεγε: Ποια είναι η μητέρα μου και ποια τ αδέλφια μου;
49Kι απλώνοντας το χέρι του προς τους μαθητές του είπε: Nα, η μητέρα μου και τ αδέλφια μου. 50Γιατί όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου του ουράνιου, αυτός μού είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα.
1Eκείνη την ημέρα είχε βγει ο Iησούς από το σπίτι και καθόταν δίπλα στη λίμνη.
2Mαζεύτηκε τότε γύρω του πολύς κόσμος, τόσο που χρειάστηκε ο ίδιος να μπει και να καθίσει μέσα σε μια βάρκα, ενώ όλο το πλήθος στεκόταν στο γιαλό.
3Kαι τους μίλησε για πολλή ώρα με παραβολές λέγοντας: Bγήκε ο σπορέας να σπείρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου