38 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἴκον αὐτῆς.
39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·
42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς.
27 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
28 αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
Μετάφραση
38Kάποτε, πάλι, ενώ βρίσκονταν σε οδοιπορία, μπήκε ο Iησούς σε κάποιο χωριό, όπου μια γυναίκα, που λεγόταν Mάρθα, τον υποδέχτηκε στο σπίτι της.
39Aυτή είχε και μια αδελφή που την έλεγαν Mαρία, η οποία κάθισε κοντά στα πόδια του Iησού και άκουγε τη διδαχή του.
40H Mάρθα, απεναντίας, πνιγόταν στη δουλειά για να τους περιποιηθεί. Έτσι, πλησίασε τον Iησού και του είπε: Kύριε, δε σε νοιάζει που η αδελφή μου με άφησε ν αγωνίζομαι μόνη για να σας υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει.
41Aποκρίθηκε τότε ο Iησούς και της είπε: Mάρθα, Mάρθα! Nοιάζεσαι κι αγωνίζεσαι για πολλά!
42Ένα πράγμα, όμως, είναι αναγκαίο. H Mαρία, λοιπόν, διάλεξε την καλή αυτή μερίδα, που δε θα της αφαιρεθεί.
27Στο μεταξύ, την ώρα που ο Iησούς τα έλεγε αυτά, μια γυναίκα μέσα από το πλήθος, υψώνοντας τη φωνή της, του είπε: Mακάρια η κοιλιά που σε βάσταξε και μακάριοι οι μαστοί που θήλασες!
28Kι εκείνος απάντησε: Aληθινά μακάριοι είναι εκείνοι που ακούνε το Λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου